πρωτευουσιάνικος

πρωτευουσιάνικος
-η, -ο, Ν 1. αυτός που προσιδιάζει στην πρωτεύουσα και στον πρωτευουσιάνο
2. αυτός που προέρχεται από την πρωτεύουσα.
επίρρ...
πρωτευουσιάνικα Ν
με πρωτευουσιάνικο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτευουσιάνος. Η λ., στο θηλ. πρωτευουσιάνικη, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτευουσιάνικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτεύουσα ή προέρχεται από την πρωτεύουσα: Έχει πρωτευουσιάνικο αέρα η γυναίκα αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”